- ὑπερανελθοῦσαν
- ὑπέρ-ἀνέρχομαιgo upaor part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερανέρχομαι — ΜΑ [ἀνέρχομαι] υπερβαίνω, υπερτερώ («τὴν πασῶν πάσαις ἀρεταῑς ὑπερανελθοῡσαν», Φώτ.) … Dictionary of Greek